- ἔλακε
- λάσκωringaor ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἔλακ' — ἔλακε , λάσκω ring aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αωρόνυκτος — ἀωρόνυκτος, ον (Α) 1. ο μεσονύχτιος (φρ., «ἀωρόνυκτον ἀμβόαμα ἔλακε» έσκουξε τα μεσάνυχτα, Αισχύλ.) … Dictionary of Greek
μυχόθεν — (Α) επίρρ. από τον μυχό, από τα εσώτατα δωμάτια τού σπιτιού, από τον γυναικωνίτη («ἀωρόνυκτον ἀμβόαμα μυχόθεν ἔλακε περὶ φόβῳ», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μυχός + επιρρμ. κατάλ. θεν, που δηλώνει την από τόπου κίνηση (πρβλ. θεό θεν, κυκλό θεν)] … Dictionary of Greek
ἔλαχ' — ἔλαχα , ἔλαχος neut nom/voc/acc pl ἔλαχε , ἔλαχος masc/fem voc sg ἔλακε , λάσκω ring aor ind act 3rd sg ἔλαχε , λαγχάνω obtain by lot aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)